τύχοι

τύχοι
τύχος
instrument for working stone
masc nom/voc pl
τύχοῑ , τυγχάνω
happen to be at
aor opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • EVOCANDI — I. EVOCANDI Deos tutelares, ex urbibus obsessis, Romanorum olim, ritus, vide infra ubi de Oppugnatione urbium: uti de ali Deorum vocandt ratione paulo infra ubi de Evocatoriis hymnis. II. EVOCANDI Manes ratio, horrendis cerimoniis peragi solita,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξέρχομαι — (AM ἐξέρχομαι) [έρχομαι] βγαίνω έξω («τείχεος ἐξελθεῑν», Ομ. Ιλ.) μσν. νεοελλ. αποχωρώ από υπηρεσία ή αξίωμα («εξέρχεται τής υπηρεσίας») αρχ. μσν. 1. ξεκινώ, πηγαίνω να ασχοληθώ με κάτι 2. (για αίμα ή δάκρυα) πηγάζω, βγαίνω 3. (για νερό) πηγάζω,… …   Dictionary of Greek

  • επικολπίδιος — ἐπικολπίδιος, ον (Μ) επικόλπιος, αυτός που βρίσκεται στον κόρφο («μήπως ἐπικολπίδιον τύχοι τις κρύπτών ξίφος», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κολπίδιος, υποκοριστικό τού κόλπος] …   Dictionary of Greek

  • συγκαταβαίνω — ΝΜΑ, και συγκατεβαίνω Ν 1. είμαι ή γίνομαι επιεικής, ενδοτικός 2. είμαι καταδεκτικός, καταδέχομαι (α. «μα πούρ εσυγκατέβηκα κι ήρθα να σε τιμήσω», Ερωτόκρ. β. «μετὰ δημοτῶν ἀνθρώπων συγκαταβαίνων ὠμίλει ᾧ τύχοι», Πολ.) αρχ. 1. κατεβαίνω μαζί με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”